-
1 взыскание
взыскание с (наказание) η τιμωρία, η ποινή· наложить \взыскание επιβάλλω τιμωρία* * *с( наказание) η τιμωρία, η ποινήналожи́ть взыска́ние — επιβάλλω τιμωρία
-
2 взысканное
взысканноес1. (взимание денег и т. п.) ἡ είσπραξη, ἡ ἀπαίτηση·2. (наказание) ἡ ποινή, ἡ τιμωρία:дисциплинарное \взысканное ἡ πειθαρχική ποινή· наложить \взысканное ἐπιβάλλω τιμωρία· подвергнуться \взысканноею τιμωριέμαι. -
3 налагать
налагатьнесов ἐπιβάλλω:\налагать запрещение на имущество юр. ἐνεργω κατάσχεση ἐπί τῆς περιουσίας· \налагать взыскание ἐπιβάλλω τιμωρία· \налагать арест δεσμεύω· \налагать штраф βάζω πρόστιμο. -
4 наказание
-я ουδ.τιμωρία, ποινή, κολασμός•телсное наказание σωματική τιμωρία•
высшая мера -я η εσχάτη των ποινών•
подвергнуть -го υποβάλλω σε τιμωρία•
в наказание για τιμωρία•
исправительное наказание επανορθωτική ποινή•
увеличение -я επαύξηση της ποινής•
смягчение -я μετρίαση της ποινής•
налагать наказание επιβάλλω ποινή•
уложение о -ях ποινικός κώδικας•
страх -я ο φόβος της τιμωρίας•
что за -! τι τιμωρία! τι καταδίκη!
-
5 наказание
наказа||ниес ἡ τιμωρία, ἡ ποινή:телесное \наказание ἡ σωματική ποινή· высшая мера \наказаниения ἡ ἐσχάτη ποινή, ἡ ἐσχάτη τών ποινών в \наказание γιά τιμωρία· подвергнуть \наказаниению τιμωρώ, ἐπιβάλλω ποινή· заслуживающий \наказаниения ἀξιόποινος, τιμω-ρητέος· ◊ что за \наказаниее разг. τί μπελάς!, τί βάσανο!.
См. также в других словарях:
επιβάλλω — επίβαλα και επέβαλα, επιβλήθηκα, επι(βε)βλημένος 1. μτβ., διατάζω, αναγκάζω: Επιβάλλω σιωπή. 2. μτβ., ορίζω (ποινή, πρόστιμο, τιμωρία): Το κράτος επέβαλε νέους φόρους. 3. το μέσ., επιβάλλομαι κατορθώνω να με υπακούουν, να με σέβονται, έχω επιβολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκολάζω — ΜΑ επιβάλλω τιμωρία σε κάποιον μαζί με κάποιον άλλο ή άλλους αρχ. τιμωρώ επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κολάζω «τιμωρώ»] … Dictionary of Greek
συντιμωρώ — έω, Α 1. σπεύδω μαζί με άλλους για βοήθεια 2. συνωμοτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τιμωρῶ «βοηθώ, επιβάλλω τιμωρία, εκδικούμαι»] … Dictionary of Greek
τιμωρώ — τιμωρῶ, έω, ΝΜΑ [τιμωρός] επιβάλλω τιμωρία για αξιόποινη πράξη, κολάζω νεοελλ. 1. πατάσσω, πλήττω («θα σέ τιμωρήσει ο θεός») 2. βασανίζω, ταλαιπωρώ («τί σού έκανα και μέ τιμωρείς σκληρά;») αρχ. 1. εκδικούμαι («τῷ θανάτῳ τοῡ πατρός τιμωρεῑς», Διον … Dictionary of Greek
τιμωρώ — τιμώρησα, τιμωρήθηκα, τιμωρημένος 1. επιβάλλω τιμωρία, εκδικούμαι: Τιμωρήθηκε για κλοπή. 2. ταλαιπωρώ, βασανίζω: Με τιμωρείς κρατώντας με όρθιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
προσζημιώ — όω, Α [ζημιῶ] επιβάλλω πρόσθετη τιμωρία … Dictionary of Greek
τίνυμαι — ΜΑ και τίννυμαι και τείνυμαι και μτγν. ενεργ. τ. τιννύω Α τιμωρώ («τίνυται ὅστις ἁμάρτῃ», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι για κάτι 2. επιβάλλω ως ποινή, ως τιμωρία («δὶς τόσα τίνυσθαι», Ησίοδ.) 3. (με καλή σημ.) ανταποδίδω 4. (το… … Dictionary of Greek